Λίγα λόγια για το έργο:
Γραμμένη το 472 π.Χ., η τραγωδία του Αισχύλου αποτελεί ίσως την παλαιότερη καταγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο. Στα Σούσα, την περσική πρωτεύουσα, οι πολίτες που έχουν μείνει πίσω και η βασίλισσά τους, Άτοσσα που βασανίζεται από κακούς οιωνούς, αναμένουν νέα από την πολεμική επιχείρηση του Ξέρξη στην Ελλάδα. Ένας αγγελιαφόρος αναγγέλλει τη φριχτή έκβαση της μάχης της Σαλαμίνας: ο περσικός στρατός και οι επίλεκτοι αρχηγοί του έχουν συντριβεί. Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει. Ο ένδοξος βασιλιάς καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και θεία βούληση και προβλέπει περισσότερες ακόμη καταστροφές. Με την άφιξη του Ξέρξη, κορυφώνεται η συντριβή. Η ζυγαριά γέρνει πλέον αποφασιστικά προς τον τρόμο του τέλους.
Το έργο διατρέχουν ατέλειωτοι κατάλογοι ονομάτων: εκείνοι που πρώτα φώτιζαν το δρόμο για την ελπίδα, τη νίκη και την ομοψυχία, τώρα πέφτουν ένας-ένας, χάνονται στα σκοτάδια ενός τόπου ρημαγμένου, ενός λαού στο όριο της φρίκης, της λογικής και της υπακοής.
Οι Πέρσες ως τραγωδία της ανθρωπότητας, ως μικροσύστημα που αντανακλά ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης, άλυτα ανά τους αιώνες, γίνονται, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Καραντζά, κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα. Το θέατρο είναι ο δημόσιος χώρος, η Εκκλησία του Δήμου, η Πόλη. Ο Χορός των Περσών, η «κοινωνία», ξεκινάει με την πίστη και την υπακοή, καταλήγοντας, μετά τον αφανισμό, ένα άναρχο πλήθος χωρίς οδηγό και σημείο αναφοράς.
–