Ο Γιόχαν Σίμονς αγαπά τη Μουσική και της δίνει ρόλο πρωταγωνιστή. «Τα κείμενα οδηγούν τις σκέψεις, ενώ η Μουσική αφήνει ελεύθερα τα συναισθήματα να υπάρξουν», λέει, ενώ αποκαλύπτει ότι στην παράσταση, εκτός από Γκλουκ θα ακούσουμε και ένα σύγχρονο ποπ τραγούδι. «Για μένα η μουσική είναι η ανώτατη μορφή τέχνης. Η μουσική αιωρείται ανάμεσα στον ουρανό και τη γη», σημειώνει και προσθέτει συγκεκριμένα για την Άλκηστη: «Η ύπαρξη της Μουσικής ανάμεσα στη δράση δίνει στο θεατή ελεύθερο χώρο, μια ανάσα για να μπορέσει να κάνει τις προσωπικές του σκέψεις του και να κυλιστεί στα συναισθήματά του».
Η πρόβα συνεχίζεται και ο Σίμονς δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους ερμηνευτές του – τέσσερις τραγουδίστριες που ενσαρκώνουν τον Χορό και μια ομάδα εξαίρετων ηθοποιών, μισοί Γερμανοί και μισοί Ολλανδοί. Κυρίως τους διορθώνει το βλέμμα: πρέπει να κοιτούν ψηλά και όχι ίσια, όπως θα έκαναν σε ένα κλειστό θέατρο. Όλοι τους ανυπομονούν για την Επίδαυρο. Για τη μοναδική εμπειρία να ερμηνεύσουν την ευριπίδεια Άλκηστη, που τόσο καιρό μελετούν, στον τόπο που της αρμόζει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, στο μαγευτικό αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Εκεί θα τεθούν και όλα τα ερωτήματα του έργου, μέσα από την ανάγνωση του Σίμονς: Ο ρόλος του λευκού αρσενικού που πρέπει να ζήσει. Ο φόβος του για τον θάνατο και ο εγωκεντρισμός του. Η ηρωΐδα Άλκηστη που καλείται να θυσιαστεί γα τον άντρα της τον Άδμητο. Η εκκωφαντική σιωπή της. Ο ρόλος της αγάπης. Η σημασία της απώλειας. Κι ύστερα, τα παιδιά που μένουν πίσω. Παιδιά που θρηνούν για τη μάνα τους. Παιδιά που πενθούν, αλλά και ένα αγόρι που μεγαλώνει σαν τον πατέρα και τον παππού του. Άλλος ένας λευκός άντρας.
Όπως λέει ο ίδιος, αυτό το κείμενο του Ευριπίδη το επέλεξε γιατί πρόκειται για μια «καθαρή ιστορία, ένα παραμύθι, χωρίς αμφισημίες». Είχε επίσης στα χέρια του την «εξαιρετική» διασκευή της Καναδής ποιήτριας Αnne Carson, η οποία τον γοήτευσε και πάνω σε αυτή πάτησε η δραματουργία της Susanne Winnacker. «Η Άλκηστη είναι να σατυρικό δράμα», σχολιάζει ο Σίμονς. «Αυτό που παρακολουθούσαν οι θεατές μετά τις τραγωδίες για να νιώσουν μια ανακούφιση, μια ανάταση».