Πότε και ποιος το ίδρυσε
To Ηρώδειο χτίστηκε μεταξύ 160 και 169 μ.Χ. από τον γόνο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, βαθύπλουτο φιλόσοφο και ρήτορα από τους επιφανέστερους της Δεύτερης Σοφιστικής Σχολής, Ηρώδη Αττικό, στη μνήμη της συζύγου του Ρήγιλλας.
Περιγραφή του κτιρίου
Πρόκειται για τυπικό ρωμαϊκό ωδείο, εντός του οποίου παρουσιαζόταν κυρίως μουσική. Το οικοδόμημα ήταν μεγάλο και ιδιαίτερα πολυτελές. Το μαρμάρινο κοίλο του, μεγαλύτερο του ημικυκλίου, είχε διάμετρο 76 μέτρων και χωρούσε 6.000 θεατές. Η ημικυκλική ορχήστρα είχε επίστρωση με λευκές και μαύρες πλάκες μαρμάρου. Συνολικού μήκους 92 μέτρων και ύψους 46 μ. (σήμερα διατηρούμενα 28 μ. στην πρόσοψη), κτισμένο με λαξευτή τοιχοποιΐα, το επιβλητικό οικοδόμημα της σκηνής πλαισιωνόταν εκατέρωθεν από καμαροσκέπαστες αίθουσες εισόδου και κλιμακοστάσια, ενώ τα δάπεδα ήταν διακοσμημένα με ψηφιδωτά. Τυπική για ρωμαϊκό ωδείο, η τριώροφη πρόσοψη της σκηνής ήταν επενδυμένη με πολύχρωμα μάρμαρα και διαμορφωμένη με επάλληλες διακοσμητικές κιονοστοιχίες και κόγχες που φιλοξενούσαν αγάλματα, πιθανώς μελών του αυτοκρατορικού οίκου και της οικογένειας του Ηρώδη. Σύμφωνα με αρχαιολογικά τεκμήρια, το Ηρώδειο ήταν μάλλον στεγασμένο και η στέγη του αποτέλεσε ένα έργο πρωτοποριακό και εντυπωσιακό για τα δεδομένα της εποχής του.
Σύντομο αρχαιολογικό ιστορικό
Ο Παυσανίας, που επισκέφθηκε την Αθήνα επί Μάρκου Αυρηλίου, περιέγραψε το Ηρώδειο ως «το αξιολογότερο απ’ όλα τα άλλα οικοδομήματα αυτού του είδους». Ατυχώς, το 267 μ.Χ., ούτε έναν αιώνα από την ολοκλήρωση της κατασκευής του, το ωδείο καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά την εισβολή των Ερούλων. Έκτοτε, το ερείπιό του αξιοποιήθηκε ως λατομείο οικοδομικού υλικού, προστατευμένος τόπος κατοικίας και οχυρό. Ήδη από τον 3ον αι. μ.Χ είχε ενσωματωθεί στο οχυρωματικό τείχος που περιέβαλλε την νότια κλιτύ της Ακρόπολης, ενώ το 1847, λίγο πριν ξεκινήσουν οι ανασκαφές, το πάχος της επίχωσης στο κοίλο υπερέβαινε τα 12 μέτρα και ο χώρος χρησίμευε ως αγρός για καλλιέργειες. Η πλήρης ανασκαφή μεταξύ 1847 και 1857 αποκάλυψε ένα κατεστραμμένο κοίλο, με λιγοστές επί τόπου σωζόμενες σειρές εδωλίων κι αυτές έντονα ασβεστοποιημένες από την πυρκαγιά.
Το Ηρώδειο στα νεότερα χρόνια
Μετά την Απελευθέρωση, η ανάγκη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους να στηρίξει την ταυτότητά του εκφράζεται με έμφαση στο ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας με την ελληνική αρχαιότητα. Ως συνέπεια αναπτύσσεται πιεστική επιχειρηματολογία για πολιτιστική και οικονομική αξιοποίηση και χρήση των αρχαίων θεάτρων. Ήδη το 1867 το πρόσφατα ανασκαμμένο Ηρώδειο φιλοξενεί την πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος στην Ελλάδα: πρόκειται για την περίφημη Αντιγόνη του Σοφοκλή με τα χορικά του Μέντελσον σε μετάφραση Α.Ρ.Ραγκαβή, που δόθηκε προς τιμήν των γάμων του Γεωργίου Α΄ και της Όλγας. Τα έτη 1897, 1900, 1922 γίνονται διάφορες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης.
Στο μεταξύ, ο ιστορικός χώρος αρχίζει να χρησιμοποιείται τακτικά για τέλεση παραστάσεων και δημόσιων εκδηλώσεων. Τον Σεπτέμβριο του 1920 πραγματοποιούνται πανηγυρικά οι Γιορτές της Νίκης του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία: παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου και πλήθους επισήμων, παρουσιάζεται η Συμφωνία της Λεβεντιάς του Καλομοίρη. Η ίδρυση του θιάσου της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου (1924) οδηγεί στην οριστική καθιέρωσή του Ηρωδείου ως τόπου παρουσίασης αρχαίου δράματος, ενώ οι Δελφικές εορτές του ζεύγους Σικελιανού (1927, 1930) δίνουν νέα ώθηση στο ζήτημα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου (1932) η έρευνα για την ερμηνεία του αρχαίου δράματος συστηματοποιείται. Το 1936 η Κυβέρνηση Μεταξά ιδρύει ετήσιες «περιόδους εορτών» με παρουσιάσεις αρχαίων δραμάτων σε υπαίθρια θέατρα και το Εθνικό Θέατρο κατασκευάζει ξύλινα εδώλια στο κάτω τμήμα του κοίλου του Ηρωδείου. Η δημόσια, σθεναρή αντίθεση του αρχιτέκτονα – πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη στις προτάσεις για πλήρη «αναμαρμάρωση» του αρχαίου ωδείου αναβάλλει προσωρινά την επέμβαση. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, το Ηρώδειο φιλοξενεί συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, αλλά και παραστάσεις της νεοσύστατης Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στις οποίες η νεαρή Μαρία Κάλλας ‒τότε ακόμη Μαρία Καλογεροπούλου‒ πρωταγωνιστεί στον Φιντέλιο του Μπετόβεν και στον Πρωτομάστορα του Καλομοίρη.
Το 1947, ενώ ακόμη διεξάγονται οι τελευταίες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου, το Αρχαιολογικό Συμβούλιο αποφασίζει την αναμαρμάρωση του δαπέδου του ωδείου και το 1948 την «πλήρη αυτού αναστήλωση εσωτερικώς και εξωτερικώς» με στόχο την «καλυτέρα εξυπηρέτηση των εν τω Ωδείω διδομένων συγχρόνων παραστάσεων». Τη δαπάνη αναλαμβάνει το Εθνικό Θέατρο, ενώ συμμετέχουν η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Τη γενική τεχνική και επιστημονική επίβλεψη των εργασιών έχει ο καθηγητής Αναστάσιος Ορλάνδος και ο Ευστάθιος Στίκας. Το 1952 τη δαπάνη του εν εξελίξει έργου παραλαμβάνει η Αρχαιολογική Εταιρεία. Ταυτόχρονα, μετατίθεται αρκετά νοτιότερα ο δημόσιος δρόμος που ερχόταν από την περιοχή Μακρυγιάννη και κατέληγε στην πλατεία ακριβώς εμπρός από το Ηρώδειο και απομακρύνονται τα παραπήγματα των κέντρων διασκέδασης που βρίσκονταν εκεί. Η υπάρχουσα πρόσβαση διαμορφώνεται στο πλαίσιο της συνολικής διαμόρφωσης του τοπίου γύρω από την Ακρόπολη, που σχεδιάζει λεπτομερώς ο αρχιτέκτων Δημήτρης Πικιώνης. Πρόκειται για πλατιά, μνημειακή κλίμακα από μάρμαρο, με ακανόνιστα πλατύσκαλα που οδηγεί από το επίπεδο της σημερινής Διονυσίου Αρεοπαγίτου στο πλάτωμα της ανατολικής εισόδου του ωδείου. Εκατέρωθεν δημιουργούνται υποχωρήσεις ή προεκτάσεις που δημιουργούν ένα διάλογο σύνδεσης με τον αρχαιολογικό χώρο, ενώ ο γύρω ανασκαμμένος χώρος φυτεύεται με μεσογειακούς θάμνους και δέντρα.
Το Ηρώδειο γίνεται έδρα του Φεστιβάλ Αθηνών
Η απόφαση της Κυβέρνησης του πρεσβύτερου Κωνσταντίνου Καραμανλή να ιδρύσει το Φεστιβάλ Αθηνών, βρίσκει το Ηρώδειο σχεδόν έτοιμο να υποδεχτεί τους επισήμους. Μια μακρά διαδρομή οικοδόμησης του αφηγήματος της «ελληνικότητας» έχει επιτέλους αποκτήσει ολοκληρωμένη θεσμική έκφραση και το αναστηλωμένο Ηρώδειο προσφέρει την ιδανική έδρα. Τα εγκαίνια του θεσμού έγιναν τον Αύγουστο του 1955 δίχως να έχει ακόμη ολοκληρωθεί η αναμαρμάρωση του Επιθεάτρου, με το γύρω τοπίο γυμνό, διάστικτο από ισχνούς φρεσκοφυτεμένους θάμνους. Μετά την ολοκλήρωση της αναμαρμάρωσης και των περιοχών άνωθεν των παρόδων τα τελευταία χρόνια, το κοίλο του Ηρωδείου μπορεί να φιλοξενήσει 4.900 θεατές, 1.100 λιγότερους απ’ ό,τι κατά την αρχαιότητα. Τη δεκαετία του 1970 ολοκληρώθηκε η πλακόστρωση της πλατείας μπροστά από τις εισόδους του ωδείου.
Από την έναρξη της λειτουργίας του στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, το Ηρώδειο φιλοξένησε τα κορυφαία ονόματα του Θεάτρου, του Χορού και της Μουσικής προσφέροντας στο κοινό έναν ανεκτίμητο δίαυλο επικοινωνίας με το παγκόσμιο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι και ένα βήμα καταξίωσης στους Έλληνες δημιουργούς.