Στους Βατράχους, κωμωδία που διδάχτηκε στα Λήναια το 405 π.Χ., ο Διόνυσος, απογοητευμένος από την πενία των δραμάτων που παρουσιάζονται στην Αθήνα, καθώς οι μεγάλοι τραγικοί έχουν πεθάνει, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο προκειμένου να φέρει πίσω ένα μεγάλο ποιητή, ικανό να σώσει την Πόλη από την παρακμή. Για τον σκοπό αυτό, διοργανώνει έναν ποιητικό αγώνα ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, ορίζοντας διαιτητή τον ίδιο τον Πλούτωνα, ώστε ο καλύτερος εκ των δύο να επιστρέψει. Και καλύτερος για τον Αριστοφάνη, που σατιρίζει ανελέητα τα νεωτερικά ήθη, άρα και τον τότε εκπρόσωπό τους Ευριπίδη αναδεικνύεται ο Αισχύλος. Ο Αισχύλος θα είναι ο νικητής.
Στους Βατράχους ο Αριστοφάνης ξεδιπλώνει στην ορχήστρα μια φαντασμαγορική νέκυια, σαν άλλος Οδυσσέας που αναζητά τον δρόμο για την ουτοπική Ιθάκη του. Πρέπει κανείς να μάθει τι είναι θάνατος για να φέρει σε πέρας τη ζωή του. Πρέπει να συνειδητοποιήσει η Πόλις τις απουσίες της για να είναι παρούσα ως Πόλις. Πρέπει να καταβυθιστεί στον ξένο κόσμο του Άδη για να κατακτήσει την ταυτότητά της.
Ο θεός Διόνυσος, μασκαρεμένος σε Ηρακλή, κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει στη γη τον Ευριπίδη, αφού η Αθήνα δεν έχει πια κανέναν μεγάλο ποιητή. Το ταξίδι αυτό, αν και γίνεται μέσα στον επιβλητικό ζόφο του κόσμου των ψυχών, διαθέτει την ευθυμία μιας ψυχαγωγικής περιήγησης, η οποία αγγίζει τα όρια του μεσαιωνικού καρναβαλιού.
Ο Διόνυσος δεν κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει στον κόσμο ούτε κάποιον παλιό καλό πολιτικό ούτε κάποιον παλιό καλό φιλόσοφο ή στρατηγό. Κατεβαίνει για να φέρει έναν δραματικό ποιητή. Είναι προφανές πως ο Αριστοφάνης θεωρεί την ποίηση και το θέατρο τα μόνα φάρμακα που μπορούν να σώσουν τη χώρα από την παρακμή. Περίεργο, πραγματικά, για τα δικά μας δεδομένα.
Ο καρναβαλικός Άδης, όπως τον παρουσιάζει ο Αριστοφάνης στους Βατράχους, είναι απόλυτα υγιής, μπροστά στον άρρωστο κόσμο των «νηφάλιων» ζωντανών. Και η κωμωδία –με όλα τα ξεκαρδιστικά επεισόδιά της– μετατρέπεται σε μια πολιτική διδασκαλία, που έμελλε να ταξιδέψει ως την εποχή μας.
Οι Βάτραχοι είναι ο ίδιος ο άνθρωπος: αμφίβιος, ένας ξένος στεριανός, ένας ξένος θαλασσινός, κι όμως παντού σαν στο σπίτι του, έτοιμος να τραγουδήσει, να χορέψει. Το καρναβάλι, η προσπάθεια του ανθρώπου να βγει από τα όρια του εαυτού του, είναι η κατάκτηση της ταυτότητάς του. Και την ταυτότητα αυτή δεν την εκφράζει ο «ρεαλιστής» Ευριπίδης, αλλά ο επικός «παραμυθάς» Αισχύλος, αυτός που –αν και σοβαρός, επιβλητικός ποιητής– στον ποιητικό αγώνα του με τον Ευριπίδη μπορεί να ξεπερνά τον εαυτό του, να λέει συνεχώς για τον αντίπαλό του: «ληκύθιον απώλεσεν», μια φράση που η φιλολογική έρευνα έχει πλέον ταυτίσει με την έκφραση «του έπεσε τ’ αρχίδι»!
Στην παράσταση, ο κόσμος των ζωντανών αργοπεθαίνει μέσα στην αδυναμία του να πλάσει μύθους που θα τους σέβεται όσο εξωφρενικοί κι αν είναι. Αντίθετα, ο Άδης σφύζει από ζωή, γιατί οι κάτοικοί του, έχοντας διασώσει το προαιώνιο ένστικτο του παιχνιδιού, συνεχίζουν να φαντάζονται και παραμένουν ικανοί να παίρνουν απόσταση από τον εαυτό τους.