Οι Βάκχες του Ευριπίδη −η τραγωδία των Ελλήνων, των αρχόντων και των λαών, κατά τον Γιαν Κοτ− γράφτηκαν την τρίτη δεκαετία του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν πια η Ιστορία είχε αποχαλινωθεί, και εξιστορεί την έλευση του Διονύσου στη Θήβα. Ο Ευριπίδης τη συνέθεσε κατά τα χρόνια της παραμονής του στη Μακεδονία, όπου ήρθε σε επαφή με τη διονυσιακή λατρεία.
Όταν ο θεός Διόνυσος φτάνει στη Θήβα, ο βασιλιάς Πενθέας αρνείται να δει τον πρώτο του εξάδελφο ως Θεό και διά της εξουσίας του καθιστά παράνομη τη διάδοση της νέας θρησκείας. Η άρνησή του εγείρει τη μήνι του θεού ο οποίος, σε μια τραγική αντιστροφή διώκτη και διωκόμενου, οδηγεί τον Πενθέα στον αφανισμό από την ίδια του τη μητέρα.
Το έργο χαρακτηρίζεται από αυστηρή συνοχή στη μορφή αλλά και από τεράστια εσωτερική δύναμη, και ταυτόχρονα φανερώνει το ενδιαφέρον του ποιητή για τον μυστικισμό και την έκσταση. Βασικά δραματικά θέματα της τραγωδίας είναι οι δυνατότητες της ψυχής, η ανθρώπινη αρετή, η αυτοσυνείδηση, η σύνεση και η πλάνη, το λογικό και το άλογο στοιχείο, που εμφανίζονται μέσα από την αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον θεό, την ίδια αντίθεση από την οποία προκύπτει η τραγική σύγκρουση του δράματος.
Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους
Μετάφραση Γιώργος Χειμωνάς
Σκηνοθεσία Θάνος Παπακωνσταντίνου
Δραματουργική επεξεργασία Ιωάννα Ρεμεδιάκη
Σκηνικά – Κοστούμια Νίκη Ψυχογιού
Πρωτότυπη μουσική Δημήτρης Σκύλλας
Χορογραφία Νάντη Γώγουλου
Σχεδιασμός φωτισμών Χριστίνα Θανάσουλα
Μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου, Δημήτρης Σκύλλας
Δραματολόγος παράστασης Έρι Κύργια
Βοηθός σκηνοθέτη Φάνης Σακελλαρίου
Βοηθός σκηνογράφου Γιάννης Σέτζας
B΄ βοηθός σκηνογράφου Ζωή Κελέση
Βοηθός ενδυματολόγου Πηνελόπη Χάνσεν
Παίζουν Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Διόνυσος), Μαριάννα Δημητρίου (Τειρεσίας), Αλεξία Καλτσίκη (Αγαύη), Θέμης Πάνου (Κάδμος), Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας), Αγγελιαφόροι Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός
Χορός Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου
Μουσικοί Θοδωρής Βαζάκας, Μαρία Δελή, Αλέξανδρος Ιωάννου
Ο Ευριπίδης γράφει τις Βάκχες στο τέλος του 5ου π.Χ. αι. και της ζωής του. Εκεί ξαναφέρνει στη σκηνή τον θεό Διόνυσο, τον ιδρυτή του είδους. Ο θεός του θεάτρου, της ετερότητας, του διαμελισμού και της συγχώνευσης, της ευδαιμονίας και της καταστροφής, στήνει ένα παιχνίδι που ο Ευριπίδης θέλησε να τελειώσει με ένα διαμελισμένο σώμα που δεν θα μαζέψει κανείς.
Αν αυτό που διαμελίζεται επί σκηνής είναι το άνοιγμα στην ετερότητα, αυτό σημαίνει άραγε ότι έχει πια χαθεί για μας η προοπτική, μέσα από μια μύηση, μια πράξη συλλογική, να ανοίξουμε στο Άλλο, το δικό μας και του κόσμου; Τα κομμάτια μας δεν θα συνδεθούν ποτέ ξανά; Είμαστε καταδικασμένοι, όπως ο Πενθέας, να ζούμε περίκλειστοι στην καλά οχυρωμένη ατομικότητά μας, αλλιώς θα διαμελισθούμε; Δεν υπάρχουν πια οι γέφυρες που θα μας ενώσουν τον ένα με τον άλλο, με το Άλλο, με την ετερότητα των αισθημάτων, των ιδεών, των μύχιων σκέψεών μας, με το παράλογο μέσα μας, με το παράλογο του κόσμου; Μόνο μέσα από το δέρμα μας υπάρχει ασφάλεια. Ό,τι βρίσκεται είτε εντελώς έξω από μας, είτε εντελώς μέσα μας, θα παραμείνει για πάντα ξένο, απαραβίαστο, ανομολόγητο, άγνωστο, και για τον λόγο αυτό θα αντιμετωπιστεί με τη βία. Η βία είναι η μόνη γλώσσα που μπορούμε να καταλάβουμε; Μια βία κλειστή, αδιαπέραστη και απόλυτη, μια βία που δεν επιδέχεται κανενός είδους μύηση για να την ξεκλειδώσουμε, για να την καταλάβουμε, για να την αντέξουμε. Ο καταιγισμός των εικόνων στο διαδίκτυο, οι φυσικές καταστροφές, οι βόμβες, τα ακρωτηριασμένα σώματα και τα νεκρά παιδιά στα media, οι άψυχες και νεκρές selfie, οι ανεξέλεγκτες ροές δεδομένων, ανθρώπων, προϊόντων - άραγε δεν αντέχουμε πια την πνευματικότητα, την υπερβατικότητα, την ανάταση, επειδή ο μόνος θεός που μπορούμε να καταλάβουμε είναι ο θεός της παλαιάς διαθήκης, ο θεός εκδικητής, ο θεός τιμωρός; Αυτός είναι που μας αξίζει;
Ή μήπως το διαμελισμένο σώμα είναι ταυτόχρονα ένα παζλ που μπορεί να συμπληρωθεί, είναι μια κατασκευή που μας δείχνει τα μέλη της, ένα θέαμα; Και εξαρτάται από εμάς, τους θεατές, αν και πώς θα το συναρμολογήσουμε;