«Η δουλειά ενός σκηνοθέτη μπορεί να συνοψιστεί σε δύο απλές λέξεις.

Γιατί και πώς».

Πέθανε χθες ο μεγάλος μάγος του Θεάτρου Πίτερ Μπρουκ, που ήξερε πώς να μας κάνει να βλέπουμε το πολύπλοκο του κόσμου σε μιαν απλή χειρονομία.

Το θέατρό του δεν χρειάστηκε ποτέ έννοια, διακόσμηση και σκηνικά ευρήματα. Εμπιστεύτηκε τον καθαρό άδειο χώρο, τον ηθοποιό, τον λόγο και την ενέργεια της στιγμής. Τα ασκητικά και ευρύχωρα όνειρά του παρασκευάζονταν όλα στο Royal Shakespeare Company και στο Theatre des Bouffes du Nord, το θέατρο που διηύθυνε από το 1974 στο Παρίσι, όπου είχε επιλέξει να ζει.

O Μπρουκ μας χάρισε αλησμόνητες σαιξπηρικές ερμηνείες όπως το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας σ’ έναν αγνό λευκό κύβο (1970), η Τρικυμία σε σανιδένιο δάπεδο (1990), αλλά και τον Ινδικό Μύθο μεταπλασμένο σε σύγχρονο παγκόσμιο πολιτισμό στη «Μαχαμπαράτα» (1985), σύγχρονους πειραματισμούς όπως το «L’ Homme Qui» («Ο άνθρωπος που»), βασισμένο στον Όλιβερ Σακς και τον Τιέρνο Μποκάρ (2005), μια έκκληση ανοχής.

Ο Μπρουκ ονειρεύτηκε και στοχάστηκε οικουμενικά στον χώρο και στον χρόνο. Και ό,τι δημιούργησε έμοιαζε να έρχεται προς εμάς και προς όλους από πολύ μακριά, χειροπιαστό και άγνωστο. Επιθυμία και όραμά του ήταν ένας παγκόσμιος πολιτισμός.

H διαφορετικότητα, για την οποία τόσος λόγος γίνεται στις μέρες μας, κατείχε κεντρική θέση στα έργα του σαράντα χρόνια τώρα.

Γεννημένος το 1925 στο Λονδίνο, με ρωσοεβραϊκές ρίζες, ήταν το απείθαρχο παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας μεταναστών, το οποίο ήδη στα 21 του χρόνια ήταν ήδη διάσημος σκηνοθέτης και ένα χρόνο αργότερα υπέγραφε συμβόλαιο με τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου. Το όνομά του συνδέθηκε με τις πιο πρωτοποριακές παραγωγές της Royal Shakespeare Company του Στράτφορντ, στην οποία υπήρξε ο νεότερος σκηνοθέτης, αλλά και με την ίδρυση του Διεθνούς Κέντρου Θεατρικής Έρευνας (1974), όπως και με το παρισινό θέατρο Bouffes du Nord, που χρησιμοποίησε ως «βάση» του για περισσότερες από τρεις δεκαετίες.

Πολυβραβευμένος με ΤΟΝΥ (για το «Marat/Sade» και το «Ονειρο Θερινής Νυχτός»), ΕΜΜΥ (για την «Κάρμεν»), ένα βραβείο Laurence Olivier, ένα Praemium Imperiale και ένα Prix Italia, ο Μπρουκ χαρακτηρίστηκε ο «μεγαλύτερος εν ζωή θεατρικός σκηνοθέτης», αφήνοντας ισχυρό αποτύπωμα στην καλλιτεχνική δημιουργία δυο αιώνων.

Στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, το ελληνικό κοινό είχε την τύχη να τον δει το 1985 στο πλαίσιο του νεοσύστατου θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, όπου και παρουσίασε στο θέατρο Πέτρας το μνημειώδες ασιατικό έπος «Μαχαμπαράτα», ένα από τα έργα που θεωρείται ότι σφράγισαν την ιστορία του σύγχρονου θεάτρου.

Δέκα χρόνια αργότερα (2005) ο Μπρουκ παρουσίασε στο θέατρο Ιλίσια – Ντενίση το έργο του Μισέλ Πικολί «Το χέρι σου σφιχτά μες στο δικό μου» και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς επέστρεψε, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Πέτρας, με το «Τιέρνο Μποκάρ», την ιστορία ενός εμβληματικού Σούφι δασκάλου.

Το 2011, είδαμε στo Mέγαρο Μουσικής τη δική του εκδοχή του «Μαγικού Αυλού» όπου έντυσε με ένα νέο, παλλόμενο φως το αριστούργημα του Μότσαρτ, υπό τους ήχους του συνθέτη Φρανκ Κράβτσικ που υπέγραφε τη μουσική διασκευή.

Το 2014 επέστρεψε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με την «Κοιλάδα των εκπλήξεων», εξερευνώντας τις άγνωστες πτυχές του ανθρώπινου εγκεφάλου, «περιδιαβαίνοντας τα όρη και τις πεδιάδες της ύπαρξης του ανθρώπου, με σταθμό την έκπληξη και τον εντυπωσιασμό», όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά.

Το 2017, στα 91 του χρόνια, ήρθε για τελευταία φορά στην Ελλάδα, στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», με το «Battlefield» μια εντυπωσιακή διύλιση της κεντρικής ιστορίας της θρυλικής «Μαχαμπαράτα».

Καλό ταξίδι σε έναν ιδιοφυή δημιουργό του Θεάτρου.

Photographer: Gilles Abegg