Σημείωμα του Διονύση Καψάλη
«Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» είχε ονομάσει τα διηγήματά του ο Έντγκαρ Άλλαν Πόου, ανοίγοντας, στη σκηνή που είχαν ήδη εγκαινιάσει οι Γερμανοί ρομαντικοί, όλο το φάσμα του φανταστικού και εγκαθιδρύοντας παρεμπιπτόντως τα αφηγηματικά είδη που διευθετούν έκτοτε τη φαντασία μας στη λογοτεχνία, στο θέατρο ή στον κινηματογράφο: από τον τρόμο ως την αστυνομική ιστορία, από το υπερφυσικό ως το παράλογο, από την επιστημονική φαντασία ως τη μαύρη κωμωδία. Το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνεχίζοντας το περσινό του εγχείρημα ραδιοφωνικής περιήγησης στην περιοχή του φανταστικού, παρουσιάζει μια νέα σειρά έργων ραδιοφωνικού θεάτρου με τον τίτλο «Αλλόκοτες ιστορίες».
Αλλόκοτες ιστορίες, παράξενες ιστορίες ή, θα μπορούσαμε να πούμε, ανοίκειες ιστορίες, αξιοποιώντας τον όρο που καθιέρωσε ο Φρόυντ προκειμένου να υποδείξει την επίμονη παρουσία στον ψυχισμό μας μιας ριζικής αμφιθυμίας: απέναντι στα πρόσωπα και τα πράγματα που αποτελούν τη συναισθηματική ζωή μας, τα πρόσωπα και τα πράγματα που βρίσκονται τόσο κοντά μας ώστε να μας προξενούν έλξη μαζί και απώθηση, γοητεία και φόβο. Αλλόκοτες ιστορίες, λοιπόν, γιατί έχουν τη δύναμη να ανασύρουν, μέσα απ’ ό,τι ορίζει την οικειότητά μας με τον κόσμο, το ανοίκειο στοιχείο που ελλοχεύει εκεί, έτοιμο να μας αιφνιδιάσει. Το ανοίκειο στοιχείο, που είτε εκδηλώνεται ως δέος είτε ως θαυμασμός, είτε ως αδιάγνωστος τρόμος είτε ως ακαταμάχητη γοητεία, επαναφέρει την πιθανότητα του θαύματος και αντιστέκεται στην κατακτητική αδιακρισία του διαδικτυακού ανθρώπου, κάνοντας τον κόσμο, που τον πιστεύαμε διάφανο, λίγο πιο αινιγματικό και το ορατό λίγο πιο δύσκολο να το δεις.
Και στις τρεις ιστορίες, η συνάντηση με το παράξενο, το υπερφυσικό ή το παράλογο, σκηνοθετείται σαν μια αιφνίδια αναστολή της κανονικότητας που ανανεώνει την πιθανότητα του θαυμασμού στον απομαγευμένο κόσμο μας. Το αλλόκοτο ψυχαγωγεί, υποβάλλοντας συγχρόνως, στο ελάχιστο διάστημα της ευπιστίας μας, το σέβας που οφείλουμε προς ό,τι είναι για μας άγνωστο, ξένο, ανερμήνευτο ή απλώς άλλο. Όποιοι κι αν είμαστε εμείς. Και το ραδιόφωνο αποδεικνύεται καλός αγωγός του ανοίκειου, γιατί φέρνει αυτές τις ανεικόνιστες φωνές, σαν από πολύ μακριά, μέσα στο σπίτι του ακροατή.