«Ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος, με σπουδές στο εξωτερικό και βαθιά παιδεία αλλά και γνώση της Ιστορίας και του πολιτισμού μας, θέλησαν να δείξουν πως η Ελλάδα, αυτή η χώρα που βρίσκεται στην Ανατολή, δίπλα στην Αίγυπτο και την Τουρκία, είναι ιστορικά η καρδιά της Ευρώπης. Άνθησε τότε μια ιδέα στην οποία έπρεπε να έχουμε επενδύσει πολλά περισσότερα, αλλά δεν το έχουμε κάνει ακόμη: ο πολιτιστικός μας τουρισμός συνιστά μια πηγή πλούτου όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, στο Παρίσι καθώς και στη Ρώμη…» Με τα παραπάνω λόγια, ο Γιώργος Λούκος εξηγεί για ποιο λόγο άξιζε τον κόπο το Φεστιβάλ, που ξεκίνησε πριν από ακριβώς εξήντα χρόνια. Στις σελίδες που ακολουθούν, εστιάζουμε σε μερικά μόνο μεγάλα συμβάντα μιας ιστορικής διαδρομής.
Από τoν Τηλέμαχο Αναγνώστου
Το 1955 ήταν μόλις έξι χρόνια από το τέλος του εμφύλιου πολέμου. Η Ελλάδα είχε πολλές ανοιχτές πληγές να επουλώσει. Κι η Αθήνα, μια πόλη χωρίς στοιχειώδεις υποδομές, ήταν μια επαρχία σε μεγέθυνση: μικρή αστική τάξη, πανεπιστήμια δυσπρόσιτα στις λαϊκές κοινωνικές ομάδες, δύσκολος αγώνας για την επιβίωση, κλειστοί ορίζοντες. Ό,τι διαφορετικό συνέβαινε οφειλόταν στο ότι η Αθήνα ήταν πρωτεύουσα. Αλλά κι αυτό αφορούσε, κυρίως, μικρό τμήμα του κέντρου. Η μεγαλούπολη της ανοικοδόμησης, που προσέλκυσε πληθυσμούς από την ύπαιθρο, δεν είχε ακόμα σχεδιαστεί, δεν είχαν κατασκευαστεί καν οι υποδομές που για πολλές δεκαετίες ήταν συνώνυμες του μοντερνισμού της – το Χίλτον, η Συγγρού, το καζίνο της Πάρνηθας, η λεωφόρος Σουνίου…
Αν οι υποδομές ήσαν απούσες, αντιλαμβάνεται κανείς τι συνέβαινε με τη διασκέδαση και, ιδίως, με τις τέχνες. Για τις λαϊκές τάξεις μαρτυρούν οι ταινές της εποχής – οικογενειακά γλέντια, σπανίως κάποια έξοδος σε ταβέρνα, κινηματογράφος. Υπήρχαν επίσης τέσσερα χειμερινά θέατρα και τρία θερινά, ενώ επίσης λειτουργούσαν η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας και η Εθνική Λυρική Σκηνή. Δύσκολοι καιροί ακόμα και για πρίγκιπες.
Ώσπου, το 1955, όταν υπουργός Προεδρίας στην κυβέρνηση Παπάγου ήταν ο Γεώργιος Ράλλης, αποφασίστηκε η διοργάνωση μιας γιορτής των τεχνών του υψηλού στην ελληνική πρωτεύουσα. Προς τούτο, μετακλήθηκε από την Αμερική ο διάσημος σκηνοθέτης του θεάτρου Ντίνος Γιαννόπουλος, που στην ουσία ίδρυσε και οργάνωσε με απολύτως προσωπικά κριτήρια και απόλυτη ελευθερία το Φεστιβάλ Αθηνών. Το Φεστιβάλ φιλοξενούσε «συμφωνικάς συναυλίας, μελοδράματα, αρχαίας τραγωδίας και άλλας εκδηλώσεις, εμπνευσμένας κατά το πλείστον από την Ελληνικήν Ιστορίαν, μυθολογίαν και λογοτεχνίαν, με την συμμετοχήν Ελλήνων καλλιτεχνών που διαπρέπουν εντός και εκτός Ελλάδος καθώς και διασήμους ξένους καλλιτέχνας και συγκροτήματα», και έδρα του ήταν το Ωδείον Ηρώδου του Αττικού.
Την πρώτη εκείνη αναγνωριστική χρονιά, ο θεσμός που αναδυόταν στηρίχθηκε κυρίως στις εγχώριες δυνάμεις. Το θέατρο εκπροσωπήθηκε με δυο παραστάσεις αρχαίου δράματος, τις οποίες σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και την Κατίνα Παξινού – τους δύο πρωταγωνιστές πλαισίωναν προσωπικότητες του θεάτρου όπως η Άννα Συνοδινού, ο Θάνος Κωτσόπουλος, ο Παντελής Ζερβός. «H Κατίνα Παξινού έδωσε μίαν αλησμόνητον ερμηνείαν της γιγαντιαίας απανθρώπου προσωπικότητος της Εκάβης. Αν και το σύνολον σχεδόν του κοινού δεν αντελαμβάνετο ούτε μίαν λέξιν της νεοελληνικής, εις την οποίαν επαίχθη η ευριπίδειος τραγωδία, η μορφή της Εκάβης κατενοήθη απολύτως εις το σύνολόν της», έγραφε τηλεγράφημα με προέλευση εξωτερικού, που δημοσιεύθηκε στον αθηναϊκό Τύπο.
Στη συναυλία της ΚΟΑ, που έγινε στις 29 Αυγούστου εκείνης της χρονιά, χρειάστηκε και ξένη βοήθεια – διευθυντής της ορχήστρας ήταν ο Φράνκο Καπουάνα.
Αλλά η μεγάλη στιγμή του Φεστιβάλ ήταν στο φινάλε. Αρχές Οκτωβρίου, στην Αθήνα βρέθηκε η Φιλαρμονική Συμφωνική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, ένα από τα σημαντικότερα μουσικά σύνολα παγκοσμίως, με μαέστρο τον διασημότερο Έλληνα εκείνης της εποχής: τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Παρά το κύρος και του μαέστρου και της ορχήστρας, όμως, ο κακός καιρός μετέτρεψε την αθηναϊκή εμφάνιση της διασημότερης ορχήστρας του κόσμου σε περιπέτεια:
Οι προγραμματισμένες συναυλίες στο Ηρώδειο, την 1η και στις 2 Οκτωβρίου, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν επειδή έβρεχε. Οι συναυλίες, συνεπώς, μεταφέρθηκαν σε στεγασμένο χώρο, στο κινηματοθέατρον Ορφεύς της οδού Σταδίου (εκεί όπου σήμερα είναι η Στοά του Βιβλίου και το Θέατρο Τέχνης). Πάντως, το κοινό που είχε πρόσβαση ήταν, προφανώς, ελάχιστο, σε σχέση με το κοινό του Ηρωδείου. Το αίτημα για προσθήκη μιας ακόμα συναυλιακής ημέρας δεν ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό, η ορχήστρα είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις αλλού. Πάντως, λύση βρέθηκε. Προγραμματίστηκε μια ακόμα έκτακτη συναυλία στον Ορφέα, για το πρωινό της 2ας Οκτωβρίου. Ήταν ο μοναδικός τρόπος να ικανοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι φιλόμουσοι. (Πάντως, ο Δημήτρης Μητρόπουλος επέστρεψε στο Φεστιβάλ τον Σεπτέμβριο του 1958, αυτή τη φορά διευθυντής της εξίσου σημαντικής και φημισμένης Φιλαρμονικής της Βιέννης. Και αυτή τη φορά, το θέατρο Ορφεύς φιλοξένησε τις δύο από τις συνολικά τέσσερις προγραμματισμένες για το Ηρώδειο συναυλίες. Δεν ήθελε ο καιρός.)
Η παρουσία στην Αθήνα της Φιλαρμονικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης έκανε αναπόφευκτες τις συγκρίσεις με τα ελληνικά σχήματα – και ιδίως με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Ο μουσικοκριτικός της Καθημερινής, Μίνως Δούνιας, η γνώμη του οποίου είχε μεγάλη απήχηση, έγραφε στην εφημερίδα του (10/11/1955):
«Μετά την επίσκεψι του Μητρόπουλου και της Φιλαρμονικής του, το έργον του μαέστρου Οικονομίδη και της ορχήστρας μας είναι ολοφάνερα βαρύ και αχάριστο. […] Δεν πρέπει να μείνουμε επ’ άπειρον η τελευταία μουσική επαρχία της Ευρώπης και, μάλιστα, όταν φιλοδοξούμε να καθιερώσουμε διεθνή φεστιβάλ».
Ο Μίνως Δούνιας, πάντως, διαψεύστηκε από τα πράγματα. Τα χρόνια που πέρασαν, η Ελλάδα άλλαξε πολύ. Και το Φεστιβάλ Αθηνών, ο καθρέφτης της, έχει μετατραπεί σε έναν θεσμό που αναδεικνύει τον παγκόσμιο μοντερνισμό αλλά και επιτρέπει στη δυναμική μοντέρνα σκηνή να αναδείξει τις δυνατότητές της και, κάποιες φορές, να συγκριθεί στα ίσα με τα μεγάλα σχήματα, σε όλον τον κόσμο.
Τι κερδίσαμε; Την εξωστρέφεια. Την αποδοχή και το κύρος. Στις επόμενες σελίδες σας παρουσιάζουμε μερικές από τις πιο πολυσυζητημένες στιγμές αυτής της γοητευτικής διαδρομής.