Το ΕΜΣΤ
Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2000. Μόνιμη στέγη του Μουσείου είναι το πρώην εργοστάσιο ζυθοποιίας Φιξ στη Λεωφ.Συγγρού, η ανακατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2014. Το κτήριο καταλαμβάνει 18.142 τμ. σε οικόπεδο επιφανείας 3.123 τμ.
Η συλλογή του Μουσείου συγκροτείται γύρω από ένα σημαντικό πυρήνα έργων Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, όπως οι Στήβεν Αντωνάκος, o Μπιλ Βιόλα, ο Ντίκος Βυζάντιος, η Έμιλυ Ζασίρ, o Ίλια και η Εμίλια Καμπακόφ, ο Βλάσης Κανιάρης, ο Νίκος Κεσσανλής, ο Γιάννης Κουνέλλης, η Σιρίν Νεσάτ, ο Λουκάς Σαμαράς, ο Κώστας Τσόκλης, η Μόνα Χατούμ, ο Γκάρυ Χιλλ, η Χρύσα, κ.ά., που συνεχώς εμπλουτίζεται.
Το νέο κτήριο εγκαινίασε τους χώρους των περιοδικών του εκθέσεων στις 31.10.2016, με την έκθεση Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα – Αμβέρσα, ταυτόχρονα με τη νέα σειρά του Μουσείου Το ΕΜΣΤ στον κόσμο, που έκτοτε πραγματοποιείται σε ετήσια βάση.
Η δεύτερη έκθεση της σειράς υλοποιήθηκε μέσα από τη συνεργασία του ΕΜΣΤ με την documenta 14 που διήρκεσε από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017. To ΕΜΣΤ και η documenta 14 συνεργάστηκαν αξιοποιώντας την επιθυμία του ενός οργανισμού να «μάθει από την Αθήνα» και την πρόθεση του άλλου να «ανοιχτεί στον κόσμο» και κατέληξαν στην κοινή απόφαση μιας διπλής μετατόπισης: το ΕΜΣΤ μετατράπηκε αρχικά στον κύριο εκθεσιακό χώρο της documenta 14 στην Αθήνα και στη συνέχεια το Fridericianum, στο Κάσελ, έγινε η προσωρινή στέγη του τμήματος της συλλογής του ΕΜΣΤ, που παρουσιάστηκε με τον τίτλο ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ. Η συλλογή του ΕΜΣΤ. Το ίδιο τμήμα της συλλογής, εμπλουτισμένο, πρόκειται να εκτεθεί στις αίθουσες της μόνιμης συλλογής του ΕΜΣΤ στην Αθήνα.
Σταθερός στρατηγικός στόχος του Μουσείου και αιτούμενο παραμένει η πλήρης λειτουργία του, η οποία, εφόσον ισχύσουν οι παρούσες συνθήκες και τηρηθούν οι δεσμεύσεις θα μπορέσει να εγκαινιαστεί εντός του 2018. Το ΕΜΣΤ συνεχίζει το πρόγραμμα εξωστρέφειας και συνεργειών που ξεκίνησε δυναμικά το 2016 και επικεντρώνεται περαιτέρω στον τομέα της έρευνας και της παραγωγής δράσεων για την προβολή της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα, μέσω του θεσμικού του ρόλου.
Το νέο κτήριο θα διαθέσει δύο και πλέον από τους ορόφους του για την παρουσίαση της μόνιμης συλλογής του, ενώ θα διαθέτει χώρους για περιοδικές εκθέσεις, συνέδρια, εκδηλώσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα για μικρούς και μεγάλους, βιβλιοθήκη, project room, media lounge κλπ. Θα είναι εξοπλισμένο με καφέ και εστιατόριο.
Ιστορία του κτηρίου
Τη δεκαετία του 1860 ο Βαυαρός Ιωάννης Φιξ (εξελληνισμένη γραφή του γερμανικού επωνύμου Fuchs), εγκατεστημένος μόνιμα στην Ελλάδα, αρχίζει να ασχολείται με τη ζυθοποιία και ιδρύει τη Ζυθοποιία FIX στην περιοχή του σημερινού Νέου Ηρακλείου. Η αυξημένη ζήτηση για μπίρα την περίοδο εκείνη δημιουργεί την ανάγκη για μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Έτσι, η ζυθοποιία μεταφέρεται στο Κολωνάκι και στη συνέχεια αποφασίζεται η μετεγκατάστασή της στη Λεωφόρο Συγγρού.
Την εποχή εκείνη, στα τέλη του αιώνα, η περιοχή είναι ακόμη αδόμητη. Το νέο, μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής, εργοστάσιο κατασκευάζεται στη δυτική όχθη του Ιλισσού και σε μικρή απόσταση από τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Το πρώτο αυτό κτήριο θα επεκταθεί σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια, ακολουθώντας την αύξηση των εργασιών της ζυθοποιίας FIX.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, στο πλαίσιο της βιομηχανικής ανασυγκρότησης της χώρας, η οικογένεια Φιξ αποφασίζει τη ριζική ανακατασκευή του εργοστασίου. Ο ανασχεδιασμός και η ανάπλαση του κτηρίου ανατίθενται το 1957 στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977), έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2005). Στόχος του αρχιτέκτονα είναι να ενοποιήσει τις διαδοχικές επεκτάσεις του παλιού εργοστασίου χωρίς να διακόψει τη λειτουργία του και να δημιουργήσει, σύμφωνα με τη γενικότερη φιλοσοφία του, μια ευέλικτη κατασκευή που θα μπορεί να μεταβάλλεται και να προσαρμόζεται σε μελλοντικές χρήσεις και διαφορετικές συνθήκες.
Το 1961 το βιομηχανικό κτήριο στη Λεωφόρο Συγγρού είναι έτοιμο. Η σχεδιαστική πρόταση του αρχιτέκτονα συμπυκνώνει με σαφήνεια και οξυδέρκεια αρχές του μοντερνισμού, όπως ο δυναμισμός της φόρμας, οι καθαρές και λιτές γραμμές, τα μεγάλα ανοίγματα και η εμφατική ανάδειξη του οριζόντιου άξονα. Η γραμμικότητα των όψεων σε συνδυασμό με την κλίμακα του έργου δημιουργούν την αίσθηση ότι το κτήριο εκτείνεται στο άπειρο, ενώ χαρακτηριστικό της εξωστρέφειάς του είναι η συνεχής έκθεση της λειτουργίας του εργοστασίου μέσα από τα περιμετρικά υαλοπετάσματα στο χώρο του ισογείου, όπου βρίσκονται εγκατεστημένα τα μηχανήματα. Το πρωτοποριακό για την εποχή του αρχιτεκτόνημα επιβλήθηκε στο άναρχο και απρόσωπο αστικό τοπίο της μεταπολεμικής Αθήνας και αποτέλεσε τοπόσημο εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και κοινωνιολογικής σημασίας.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το εργοστάσιο ζυθοποιίας μεταφέρεται έξω από την Αθήνα και το κτήριο εγκαταλείπεται. Στα χρόνια που ακολουθούν το κτήριο Φιξ μένει αναξιοποίητο. Οι φθορές που παρουσιάζονται στο εσωτερικό καθώς και στο εξωτερικό του κέλυφος αλλά και η ανάρτηση διαφημιστικών πινακίδων αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του, ενώ ο προβληματισμός που εκφράζεται σχετικά με τη διατήρηση και την αξιοποίησή του είναι έντονος και μακροχρόνιος.
Τον Δεκέμβριο του 1994 το κτήριο περιέρχεται με αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας στην ιδιοκτησία της Αττικό Μετρό Α.Ε. Το βορινό τμήμα του κατεδαφίζεται για τις ανάγκες των έργων του μετρό και η ιδιοκτήτρια εταιρεία κατασκευάζει τον παρακείμενο σταθμό, ο οποίος τίθεται σε λειτουργία στις αρχές του 2000.
Τον Φεβρουάριο του 2000, μετά από σχετική διαμόρφωση του ισογείου, οργανώνεται από το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με το Ίδρυμα Γιάννης Τσαρούχης η έκθεση Γιάννης Τσαρούχης, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Την ίδια χρονιά ο χώρος αυτός παραχωρείται ως προσωρινή στέγη στο νεοσύστατο τότε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Στη συνέχεια αποφασίζεται το εναπομείναν τμήμα του παλιού εργοστασίου της πρώην ζυθοποιίας FIX να αναπλαστεί και να αποτελέσει τη μόνιμη στέγη του ΕΜΣΤ. Το 2002 υπογράφεται σύμβαση μίσθωσης του κτηρίου μεταξύ της Αττικό Μετρό Α.Ε. και του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, διάρκειας 50 ετών.