Από τον Τηλέμαχο Αναγνώστου
Φέτος είναι η δέκατη χρονιά με τον Γιώργο Λούκο να έχει την ευθύνη του Φεστιβάλ Αθηνών. Ανέλαβε τον Νοέμβριο του 2005 και, ήδη, με το πρώτο του Φεστιβάλ, του 2006, κέρδισε ένα καινούργιο κοινό αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον και εδραιώνοντας μια νέα σκηνή στα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου. Εδραιώνοντας στην Ελλάδα έναν παγκόσμιο μοντερνισμό, ο οποίος διαλέγεται με τους προβληματισμούς μιας ολοένα διευρυνόμενης ελληνικής σκηνής. Δέκα χρόνια μετά, το δρόμο που άνοιξε το Ελληνικό Φεστιβάλ τον έχουν ακολουθήσει και άλλοι φορείς καλλιτεχνικής δράσης.
Για την ακρίβεια, ο Γιώργος Λούκος δεν αρκέστηκε στην ανανέωση του Φεστιβάλ που υπήρχε. Προχώρησε γρήγορα, δημιουργώντας ένα νέο, διαφορετικό Φεστιβάλ, που έχει αποκλειστικά τη δική του σφραγίδα: στους χώρους (το παλαιό βιομηχανικό συγκρότημα της Πειραιώς 260), στο πρόγραμμα (όπου πρωταγωνιστούν το θέατρο, το χοροθέατρο και ο σύγχρονος χορός), στην προσπάθεια ανανέωσης της ταυτότητας φεστιβαλικών χώρων όπως το Ηρώδειο και η Επίδαυρος και, τέλος, στη διάχυση του Φεστιβάλ στην πόλη, σε ένα κοινό ευρύτερο που δεν το αποτελούν αποκλειστικά οι μυημένοι (στο πλαίσιο αυτό, εντάσσονται προσπάθειες όπως αυτές του θεατρικού τροχόσπιτου, οι παραστάσεις στις φυλακές, αλλά και η ένταξη μεταναστών στις εκδηλώσεις του).
Η φετινή, δέκατη χρονιά του Λούκου στο Ελληνικό Φεστιβάλ, είναι ευκαιρία για έναν απολογισμό. Τι διεκδίκησε και τι θεωρεί ότι πέτυχε, το περιγράφει ο ίδιος σε διάφορες συνεντεύξεις του από τις οποίες σταχυολογούμε αποσπάσματα. Από την πληθώρα καλλιτεχνικών γεγονότων, πάλι, η σύνταξη του εφ επιλέγει να αναδείξει ορισμένα από τα διεθνούς εμβέλειας πρόσωπα που, με τη δουλειά τους, συνέβαλαν στην προστιθέμενη αξία της μεγάλης γιορτής της έκφρασης, του πολιτισμού και της ελευθερίας. Αυτού που είναι το Φεστιβάλ Αθηνών.
Ο Γιώργος Λούκος και το Φεστιβάλ
ΙΣΤΟΡΙΑ. Η ίδρυση του Φεστιβάλ ήταν κάτι περισσότερο από μια «εφεύρεση». Ήταν μια πολιτική πράξη και μια κίνηση στρατηγικής όσον αφορά τις διεθνείς μας σχέσεις. Σκεφτείτε ότι τη δεκαετία του ’50 η Ελλάδα ήταν περικυκλωμένη από κομμουνιστικά κράτη (Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία) και αποκλεισμένη από την Ευρώπη, στην οποία υποτίθεται πως ανήκαμε ή, τέλος πάντων, θέλαμε να ανήκουμε. Με το Φεστιβάλ «κλείσαμε το μάτι» στους ξένους, τους κάναμε νόημα: «Κοιτάξτε, εδώ είμαστε!» Η συγκυρία ήταν ιδανική. Είχαμε τότε κάτι καταπληκτικό, που δεν ξέρω αν θα ξανασυμβεί, είχαμε δύο major classical music stars, τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τη Μαρία Κάλλας. Το διανοείστε; Ο διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης και η μεγαλύτερη σοπράνο του πλανήτη ήταν Έλληνες. Την ίδια εποχή, η Κατίνα Παξινού ήταν μια ηθοποιός με Όσκαρ και διεθνή αίγλη. Ταυτόχρονα υπήρχε μια πολιτική τάξη πολύ διαφορετική από ό,τι η τωρινή. Ο Τσάτσος και ο Κανελλόπουλος, με σπουδές στο εξωτερικό και βαθιά παιδεία αλλά και γνώση της Ιστορίας και του πολιτισμού μας, θέλησαν να δείξουν πως η Ελλάδα, αυτή η χώρα που βρίσκεται στην Ανατολή, δίπλα στην Αίγυπτο και την Τουρκία, είναι ιστορικά η καρδιά της Ευρώπης. Άνθησε τότε μια ιδέα στην οποία έπρεπε να έχουμε επενδύσει πολλά περισσότερα, αλλά δεν το έχουμε κάνει ακόμη: ο πολιτιστικός μας τουρισμός συνιστά μια πηγή πλούτου όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, στο Παρίσι καθώς και στη Ρώμη… Η έννοια της στρατηγικής μάς λείπει. Αντί για το λεγόμενο promotion strategy, εδώ υπερισχύει πλέον το «δεν υπάρχουν λεφτά» ή το «φέρε, μωρέ, τον τάδε στο Φεστιβάλ γιατί είναι κουμπάρος μου». Είναι δυνατόν; (Αθηνόραμα, Ιλειάνα Δημάδη, 08/07/2013).
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260. Η ευτυχέστερη και ταυτόχρονα παράξενη στιγμή ήταν όταν έψαχνα νέους χώρους για το Φεστιβάλ, οπότε με τη συνδρομή του Δημήτρη Παπαϊωάννου και του Λευτέρη Βογιατζή ανακάλυψα τον χώρο της Πειραιώς 260. Έναν χώρο που υποδέχτηκε πολύ καλά ο κόσμος και που είναι κάθε φορά γεμάτος. Θεωρώ την επιλογή αυτή ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της θητείας μου. (Lifo, Θοδωρής Αντωνόπουλος, 22/5/2013)
ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ. Οταν το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου φιλοξένησε τις Ευτυχισμένες μέρες με τη Φιόνα Σο, είχε ειπωθεί «τι είναι αυτά, Μπέκετ στην Επίδαυρο;» Ηταν πάντως επιτυχία, όπως και η Πίνα Μπάους, ο Τόμας Όστερμαγερ ή ο Κέβιν Σπέισι. «Αυτά που λένε ότι η Επίδαυρος είναι αποκλειστικά για αρχαίο δράμα είναι μπούρδες. Θα ήταν πολύ ωραίο, ας πούμε, να ανέβει στην Επίδαυρο ένα γιαπωνέζικο, ένα Νο ή Καμπούκι, έτσι δεν είναι; (Τα Νέα, Νικόλας Ζώης, 16/6/2014)
ΕΝΑ ΚΙΛΟ ΜΠΟΛΣΟΪ. Και μια σημαντική αλλαγή που δεν λέγεται είναι ότι έπαψε να είναι ένα φεστιβάλ από ατζέντηδες για ατζέντηδες, στη λογική «θα σου φέρω ένα κιλό Μπολσόι και τρία Μπεζάρ» με ένα ποσοστό του μπάτζετ σε μίζες. Η μεγαλοαστική φιγούρα επίσης στο Ηρώδειο και την Επίδαυρο εξαφανίστηκε χάρη στην Πειραιώς. Χάρη σε παιδιά που έρχονταν από τα φροντιστήριά τους για να δουν κάτι που τους ενδιαφέρει. (Τα Νέα, Νικόλας Ζώης, 16/6/2014)
ΜΟΝΤΕΡΝΟ. Η Πειραιώς έχει τη σύγχρονη αισθητική για το σύγχρονο ρεπερτόριο και το σύγχρονο θέατρο, με σύγχρονους σκηνοθέτες. (Το Βήμα, Μυρτώ Λοβέρδου, 28/3/2010)
ΤΑΛΕΝΤΑ. Ονόματα δεν θα πω, αλλά υπάρχουν καλλιτέχνες που παρακολουθώ τη δουλειά τους πολλά χρόνια, και βλέπω –δεν ξέρω αν πρέπει να πω σταθερότητα στην ποιότητα– να δοκιμάζουν, να παίρνουν ρίσκο, κι αυτό είναι άσχετο με την εθνικότητα· γιατί το ταλέντο είναι σαν την εξυπνάδα και τη διαφθορά: υπεράνω εθνικοτήτων. (ΒHmagazino, Σόνια Ζαχαράτου, 22/6/2014)