Ιστορία
Τo Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου είναι ο κορυφαίος δημόσιος πολιτιστικός οργανισμός της χώρας. Στα 65 χρόνια της λειτουργίας του έχει φιλοξενήσει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής, του χορού και του θεάτρου από την εγχώρια και τη διεθνή σκηνή. Στη μουσική, από τον Μητρόπουλο και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης ως την Κάλλας, τον Ροστροπόβιτς, τον Παβαρόττι, τον Καβάκο και τον Σγούρο, από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι ως τον Σαββόπουλο, τη Φαραντούρη, τον Νταλάρα. Στον χορό, από τον Μπαλανσίν, τη Φοντέυν και τον Νουρέγιεφ, τα Μπολσόι και το Ρόυαλ Μπαλλέ ως την Γκράχαμ, τον Μπεζάρ, την Πίνα Μπάους, τη Μαγκί Μαρέν, την Αν ντε Κέερσμάκερ, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Και στο θέατρο, από τον Ροντήρη και τον Κουν ως τον Στρέλερ, τον Χολ, τη Μνουσκίν, τον Καστελλούτσι και τον Όστερμάγερ, από το θέατρο Νο ως την Όπερα του Πεκίνου και τη Φόλκσμπύνε, από τον νοτιοαφρικανό Μπρετ Μπέιλυ ως τον Λευτέρη Βογιατζή.
H καθιέρωση μιας «γιορτής των τεχνών του υψηλού» στην Αθήνα του 20ού αιώνα ανάγεται στο 1955, όταν ο τότε αρμόδιος υπουργός, Γεώργιος Ράλλης, ανέθεσε στον σκηνοθέτη Ντίνο Γιαννόπουλο τη διοργάνωση, κορωνίδα της οποίας υπήρξε η παρουσία του Δημήτρη Μητρόπουλου, με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Με αποκλειστική του έδρα το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού αρχικά, το Φεστιβάλ Αθηνών ορίζεται από τη σύστασή του ως προνομιακός χώρος φιλοξενίας σημαντικών διεθνώς καλλιτεχνών, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται ως ιδανικό πεδίο διαλόγου της εγχώριας με την ξένη δημιουργία.
Βασικοί άξονες του φεστιβαλικού προγραμματισμού υπήρξαν αρχικά οι μεγάλες ορχήστρες, καθώς και η προσπάθεια αναβίωσης και σύγχρονης ερμηνείας του θεατρικού ρεπερτορίου της κλασικής αρχαιότητας, ενώ από τον δεύτερο χρόνο ήδη προστέθηκε και ο χορός. Στην περιοχή της μουσικής, χάρη και στην καταλυτική παρουσία του Μητρόπουλου, μετακαλούνται μεγάλα συγκροτήματα και σημαντικοί σολίστες, ενώ γίνεται και προσπάθεια ανάδειξης σημαντικών Ελλήνων δημιουργών (όπως ο Σκαλκώτας, ορισμένους από τους Χορούς του οποίου παρουσίασε ο Μητρόπουλος στην πρώτη εκείνη ελληνική εμφάνισή του). Στο θέατρο, η επίσης καταλυτική παρουσία του Δημήτρη Ροντήρη εδραιώνει μια στερεότυπη απόδοση του αρχαίου κειμένου, σε αντιστοιχία με το νεοκλασικό πρότυπο.
Μια εικοσαετία περίπου νωρίτερα ο Ροντήρης, με το Εθνικό Θέατρο, είχε εγκαινιάσει και το θέατρο της Επιδαύρου. Το πρώτο έργο που παρουσιάστηκε εκεί μετά την αρχαιότητα, το 1938, ήταν η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε μετάφραση Ι. Γρυπάρη, με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο. Το έργο παίχτηκε στην αρχαία ορχήστρα του «ωραιότερου θεάτρου του κόσμου» χωρίς σκηνικά και –ελλείψει ηλεκτροδότησης– χωρίς φωτισμούς, με το φυσικό φως του απογεύματος. Τη διοργάνωση της ιστορικής αυτής παράστασης είχε αναλάβει η Περιηγητική Λέσχη, με στόχο την καθιέρωση στη συνέχεια ετήσιας «σαιζόν Επιδαύρου», όμως ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και ο Εμφύλιος ανέστειλαν τα φιλόδοξα σχέδια. Έτσι, τα Επιδαύρια έμελλε να ξεκινήσουν ουσιαστικά το 1954, με τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, πάλι σε σκηνοθεσία Δ. Ροντήρη, και η επίσημη έναρξή τους να συμπέσει με την εκκίνηση του Φεστιβάλ Αθηνών το 1955, με τον Αλέξη Μινωτή να σκηνοθετεί την Εκάβη. Η μετέπειτα παράλληλη πορεία –μέχρι την οργανωτική συνένωση– των δύο θεσμών και η συνομιλία τους με το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι αποτυπώνεται με ιδιαίτερη ευκρίνεια στο πεδίο του αρχαίου δράματος.
Η Επίδαυρος αναδεικνύεται ως πεδίο μέγιστης καλλιτεχνικής αναμέτρησης, έστω και αν επί μια εικοσαετία παρουσιάζεται εκεί αποκλειστικά το Εθνικό Θέατρο. Στις σκηνοθεσίες του Ροντήρη τα μέλη του χορού, ως φορείς έκφρασης της συλλογικής συνείδησης, εκτελούν ομοιόμορφες κινήσεις και εκφέρουν ομαδικά τα χορικά – στις επικρίσεις που δέχεται για «γερμανική νοοτροπία» ο Ροντήρης απαντά ότι εμπνέεται από τη βυζαντινή μουσική και τα μοιρολόγια. Την «υποταγή στο γερμανικό Sprechchor» και την ομοιομορφία της κίνησης διασπά, κατά δήλωσή του, ο Αλέξης Μινωτής. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις των εκάστοτε σκηνοθετών, ένα ενιαίο αρχαιοπρεπές ύφος διαμορφώνεται, καταξιωμένοι ηθοποιοί, όπως ο Μινωτής, η Παξινού, ο Κωτσόπουλος, και νέοι τραγωδοί, όπως η Χατζηαργύρη και η Συνοδινού, αναδεικνύουν την κλασικίζουσα αισθητική γραμμή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ το εικαστικό μέρος υπογράφουν οι μόνιμοι «διόσκουροι» της κρατικής σκηνής, ο σκηνογράφος Κλεόβουλος Κλώνης με τους αρχιτεκτονικούς όγκους του και ο ενδυματολόγος Αντώνης Φωκάς με τις ονομαστές πτυχώσεις των χιτώνων του, μυημένος στα μυστικά της υφαντικής από την Εύα Σικελιανού.
Το 1957 το θέατρο του Πολυκλείτου υποδέχεται τον Αριστοφάνη. Το ύφος των παραστάσεων της αττικής κωμωδίας θα διαμορφωθεί από τον σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό και τον σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό – νεοκλασικίζουσα κομψότητα, ζωγραφικό σκηνικό σε αισθητική ενότητα με τα κοστούμια, στοιχεία από τα αγγεία, από τα ειδώλια, αλλά και από την αθηναϊκή αποκριά, ζωηρά χρώματα, εναρμονισμένα ωστόσο με το χώρο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1959, στο Ηρώδειο αυτή τη φορά, η εμβληματική παράσταση των Ορνίθων από το Θέατρο Τέχνης, όπου η αρχαία κωμωδία συναντά χαρισματικά τη νεοελληνική κουλτούρα (σκηνοθεσία Κάρολος Κουν, μετάφραση Βασίλης Ρώτας, σκηνικά – κοστούμια Γιάννης Τσαρούχης, μουσική Μάνος Χατζιδάκις, χορογραφία Ζουζού Νικολούδη), θα δημιουργήσει σκάνδαλο και η δεύτερη παράστασή της θα ματαιωθεί από το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως ως βέβηλη.
Τέλος, αν το Ηρώδειο κρατά τα μουσικά σκήπτρα, από το αργολικό θέατρο δεν θα απουσιάσει η κορυφαία του λυρικού θεάτρου Μαρία Κάλλας, που θα ερμηνεύσει εδώ τη Νόρμα του Μπελλίνι, το 1960, και τη Μήδεια του Κερουμπίνι, το 1961.
Στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών θα κατασκευαστεί μια ψευδής εικόνα του «ουμανιστικού πνεύματος», ερήμην των κοινωνικών ρήξεων και των καλλιτεχνικών ζυμώσεων. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις με ψήγματα καλλιτεχνικού μοντερνισμού υπήρξαν μάλλον συμπτωματικές και δεν μπορούσαν να αλλάξουν τη γενική κατεύθυνση της εσωστρέφειας.
Με τη μεταπολίτευση, όμως, και μέσα στο κλίμα ελευθερίας που σταδιακά διαμορφώνεται, ο καλλιτεχνικός μαρασμός του Φεστιβάλ Αθηνών και των Επιδαυρίων αρχίζει να υποχωρεί. Το Φεστιβάλ Επιδαύρου ανοίγει τις πύλες του στο Θέατρο Τέχνης, τον θίασο που από την ίδρυσή του, το 1942, ταυτίστηκε με τη νεωτερικότητα και αποτέλεσε το αντίπαλον δέος του Εθνικού Θεάτρου – το 1975 παρουσιάζει στο αρχαίο θέατρο τους θρυλικούς Όρνιθες και το 1976 τους περίφημους Πέρσες, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και μουσική Γιάννη Χρήστου. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στα Επιδαύρια και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με την Ηλέκτρα του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη. Στη συνέχεια εμφανίζονται με παραστάσεις τους ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου και το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Συν τω χρόνω, όλο και περισσότεροι θίασοι έχουν πλέον βήμα στην Επίδαυρο, ανάμεσά τους και δημοτικά περιφερειακά θέατρα, όπως το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, που παρουσίασε μια αξέχαστη Ηλέκτρα του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου, με τη Λυδία Κονιόρδου. Προσκαλούνται επίσης ξένα θεατρικά σχήματα, ενώ και καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Οι ακαδημαϊκές παραστάσεις εναλλάσσονται με απόπειρες διαφοροποίησης.
Από τη δεκαετία του 1990, ωστόσο, ο θεσμός του Φεστιβάλ άρχισε να δέχεται επικρίσεις για άμβλυνση των κριτηρίων επιλογής των καλλιτεχνικών σχημάτων και για στασιμότητα. Ως υπηρεσία, ο ΕΟΤ, είχε κληρονομήσει τις πατροπαράδοτες ασθένειες του ελληνικού δημοσίου: τη γραφειοκρατία και τις έξωθεν παρεμβάσεις. Βρέθηκε να πορεύεται, λοιπόν, μέσα από ένα σύμφυρμα όπου συνυπήρχαν σημαντικές και μη εκδηλώσεις, οικοδομημένες συχνά πάνω σε μιαν εφήμερη φήμη ή σε μια παλαιότερη λάμψη. Ο καλλιτεχνικός πληθωρισμός της δεκαετίας του 1990 ενέτεινε το από χρόνια διαφαινόμενο αδιέξοδο.
Αυτή την πραγματικότητα επιδίωξε να ανατρέψει η διεύθυνση του Γιώργου Λούκου, που η θητεία του ξεκίνησε το 2006. Το πρόγραμμα στην Επίδαυρο διευρύνθηκε, με τη μετάκληση διάσημων καλλιτεχνών που παρουσίασαν στην αρχαία σκηνή και νεότερα έργα κλασικών δημιουργών, από Σαίξπηρ έως και Μπέκετ. Ταυτόχρονα, στοίχημα της επιτυχημένης αυτής διεύθυνσης, που προίκισε το Φεστιβάλ Αθηνών με τους πολύτιμους χώρους της Πειραιώς 260, υπήρξε η εκ νέου διεκδίκηση του μοντερνισμού, το συστηματικό άνοιγμα στο καινούργιο που παράγεται παγκοσμίως, η ανάδειξη των νέων εγχώριων δυνάμεων που μπορούν να μιλήσουν στο σύγχρονο κοινό.
Από τον Απρίλιο του 2016 η καλλιτεχνική διεύθυνση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, προσθέτει στα παραπάνω τις συμπαραγωγές με διεθνή καλλιτεχνικά σχήματα θεάτρου και χορού, καθώς και με φορείς της περιφέρειας σε πανελλαδικό επίπεδο, τη συντονισμένη προσπάθεια προώθησης των ελληνικών ομάδων στο εξωτερικό, και –κυρίως– τη διεύρυνση του κοινού με ένα σημαντικό άνοιγμα στην πόλη που εκτείνεται από την Αθήνα ως τον Πειραιά, σε συνεργασία με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στο πλαίσιο του οποίου αξιοποιούνται δημόσιοι χώροι (πλατείες, στοές, γειτονιές, τόποι ιστορικής μνήμης, μουσεία κ.ά.), καθώς και αναστηλωμένα αρχαία θέατρα, ενώ διοργανώνεται και ένα παράλληλο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Επιπλέον, ως ξεχωριστός στόχος βαρύνουσας σημασίας αναδεικνύεται η ενεργός εμπλοκή του Φεστιβάλ στην εγχώρια παραγωγή καλλιτεχνικού έργου, ώστε να έρθει εκ νέου στην επιφάνεια το ελληνικό στοιχείο, μακριά από τη στερεότυπη φολκλορική του διάσταση. Σ’ αυτή την προοπτική εντάχθηκε και η ίδρυση του Λυκείου Επιδαύρου, ενός διεθνούς θερινού σχολείου αφιερωμένου στη μελέτη του αρχαίου δράματος, απευθυνόμενο σε νέους και νέες ηθοποιούς και σε σπουδαστές και σπουδάστριες δραματικών σχολών από ολόκληρο τον κόσμο.
Από το Σεπτέμβριο του 2019, την καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου έχει αναλάβει η σκηνοθέτρια Κατερίνα Ευαγγελάτου.