Κοέν Ωγκουστίνεν

Ο Koen Augustijnen (Κοέν Ωγκουστίνεν) έχει συνεργαστεί στενά με τα Μπαλέτα C de la B από το 1991 – αρχικά ως χορευτής σε παραστάσεις του Alain Platel και από το 1997 μέχρι το 2013 ως μόνιμος χορογράφος. Η κύρια εκπαίδευσή του και εργασιακή εμπειρία του αντλείται από αυτή τη συνεργασία. Με το Bâche (2004) η καριέρα του πήρε διεθνή τροπή, η οποία συνεχίστηκε με τα Import / Export (2006), Ashes (2009) και Au-delà (2012). Από το 2013 εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας. Έχει σκηνοθετήσει στην Αυστραλία ένα χορευτικό σόλο για την Dalisia Pigram του Marrugeku Company με τίτλο Gudirr Gudirr, ενώ στην Παλαιστίνη συν-σκηνοθέτησε με τη Ροζάλμπα Τόρρες και τη Hildegard Devuyst το Badke (2013), ένα έργο για δέκα Παλαιστινίους χορευτές σε συμπαραγωγή KVS, Les Ballets C de la B και The Qattan Foundation.
Δημιούργησε επίσης το Sehnsucht, limited edition (2014) στο Oldenburgische Staatstheater και το Dancing Bach (2015) στο Konzerttheater Bern. Εκτός από τα Μπαλέτα C de la B συνεργάζεται συχνά με θεατρικά σχήματα όπως το Toneelgroep του Άμστερνταμ και ο Ivo Van Hove, το Toneelgezelschap STAN (Τg STAN) και ο Chokri ben Chika.
Εργαστήριο: «Dancing Birds» / «Πουλιά που χορεύουν»
Το εργαστήριο είναι οργανωμένο σε δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος ο Κοέν Ωγκουστίνεν και η Ροζάλμπα Τόρρες Γκερρέρο θα διερευνήσουν τη δυναμική των παραδοσιακών ελληνικών κυκλικών χορών αξιοποιώντας τις εμπειρίες τους από την Παλαιστίνη, όπου δημιούργησαν με Παλαιστίνιους ερμηνευτές το Badke, με βάση τον παραδοσιακό αραβικό χορό dabke. Αυτό το μέρος του εργαστηρίου θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της θεματικής του «Τραγικού σώματος» και θα επικεντρωθεί στην ομαδική εργασία και τη συλλογική αλληλεπίδραση των σωμάτων πάνω στη σκηνή. Από τα ερωτήματα που θα διερευνηθούν είναι το κατά πόσο οι παραδοσιακοί χοροί συσπειρώνουν τις κοινότητες και αν επιτρέπουν την ενσωμάτωση του «ξένου».
Στο δεύτερο μέρος του εργαστηρίου ο δραματουργός Γκυ Κουλς θα μοιραστεί τα αποτελέσματα της συνεχιζόμενης έρευνάς του πάνω στο ελληνικό μοιρολόι και στο πώς αυτό προσφέρει ένα πρότυπο για σύγχρονες πρακτικές επιτέλεσης του πένθους. Στο πλαίσιο αυτού του εργαστηρίου θα διερευνηθεί η «πολυφωνική» φύση του μοιρολογιού, ειδικά σε σχέση με όλους εκείνους που είναι απόντες (τους νεκρούς, τους εξόριστους, τους ξενιτεμένους). Οι συμμετέχοντες θα κληθούν να γράψουν και να εκτελέσουν τους προσωπικούς τους θρήνους. Το συγκεκριμένο μέρος του εργαστηρίου θα κινηθεί στη θεματική της «Φωνής», εστιάζοντας στην «αφήγηση ως σωματική δράση».
Προς το τέλος του εργαστηρίου, οι δύο προσεγγίσεις –η συλλογική και η ατομική δουλειά– θα συντεθούν, με την προοπτική να παρουσιαστεί το αποτέλεσμα στο κοινό.