Ιστορία του θεάτρου
Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, όπου βρίσκεται το αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου ήταν από τα μεγάλα πανελλήνια ιερά της αρχαιότητας. Ανήκε στην πόλη της Επιδαύρου, μια μικρή πόλη-κράτος των κλασικών χρόνων που βρισκόταν στην κοντινή, δυτική ακτή του Σαρωνικού, στη θέση της σημερινής κωμόπολης της Αρχαίας (Παλαιάς) Επιδαύρου.
Τα οικοδομήματα του Ασκληπιείου-κτίρια λατρείας, αθλητικές εγκαταστάσεις, θέατρο, λουτρά κλπ- απλώνονταν σε μια ορεινή κοιλάδα περιβαλλόμενη από βουνά. Το Ασκληπιείο συνέδεε με την πόλη της Επιδαύρου δρόμος, μεγάλα τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα σχεδόν παράλληλα με την σύγχρονη άσφαλτο.
Ίδρυση και προορισμός του θεάτρου
Η λατρεία του Ασκληπιού, μέσα από την οποία αναπτύχθηκε η συστηματική φροντίδα της υγείας κατά την αρχαιότητα, πλαισιώθηκε κατά την εξέλιξή της στην Επίδαυρο με αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες,καθώς επίσης και με αγώνες δράματος. Οι αγώνες αυτοί στο ιερό (θέατρο, στάδιο, κλπ) αποτελούσαν αναπόσπαστο,
ουσιαστικό μέρος των λατρευτικώνδρωμένων προς τιμήν του ιατρού θεού. Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη σε άλλα θέατρα των κλασικών ή ελληνιστικών χρόνων, το συγκεκριμένο δεν αναμορφώθηκε κατά τα ρωμαϊκά χρόνια κι έτσι διατήρησε την αυθεντική του μορφή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας. Κατά την επικρατέστερη επιστημονική
άποψη κατασκευάστηκε σε δύο διακεκριμένες φάσεις. Η πρώτη τοποθετείται στον 4ο π.Χ. αιώνα, εποχή κατά την οποία σημειώθηκε σημαντική οικοδομική ανάπτυξη στο ιερό. Η δεύτερη συμπίπτει με τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Η αρχική μορφή της σκηνήςτου θεάτρου της Επιδαύρου δείχνει ότι προοριζόταν για την παρουσίαση δραμάτων στο
επίπεδο της ορχήστρας. Στην δεύτερη φάση οι ηθοποιοί έπαιζαν πάνω στο προσκήνιο αφήνοντας την ορχήστρα στο χορό.
Αρχιτεκτονική
Το θέατρο είναι το καλύτερα διατηρημένο μνημείο του Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Σε αυτό συναντάμε την χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωσητου ελληνιστικού θεάτρου σε τέλεια εφαρμογή: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα. Η ορχήστρα του είναι απολύτως κυκλική, με δάπεδο από πατημένο χώμα εγκιβωτισμένο σε λίθινο
περιμετρικό δακτύλιο. Έχει διάμετρο 19,5 μέτρα και περιβάλλεται από ανοιχτό διάδρομο / αγωγό για την απομάκρυνση των νερών της βροχής που ρέουν από το κοίλο. Το κοίλο του θεάτρου είναι άριστα προσαρμοσμένο στη
φυσική κοιλότητα της βόρειας πλαγιάς του όρους Κυνόρτιο με κλίση περί τις 26 μοίρες. Αποτελείται από δύο μέρη που χωρίζονται από περιμετρικό διάδρομο: το κατώτερο έχει 34 σειρές εδωλίων και το ανώτερο, που
κατασκευάστηκε στη δεύτερη οικοδομική φάση, 21. Στενές κλίμακες ανόδου χωρίζουν και τα δύο μέρη σε σφηνοειδείς κερκίδες. Σε κάτοψη το κοίλο υπερβαίνει το ημικύκλιο και καταλήγει σε ισχυρούς αναλημματικούς
τοίχους, η δε χάραξή του είναι ελαφρά ελλειψοειδής. Οι σειρές των εδωλίων των οκτώ κεντρικών κερκίδων σχεδιάστηκαν ως περιφέρειες κύκλων με κέντρο το κέντρο της ορχήστρας, ενώ τα πλάγια ζεύγη των κερκίδων δεξιά και αριστερά διαγράφουν τόξα που τα κέντρα τους βρίσκονται πιο μακριά και πιο έξω από το κέντρο της
ορχήστρας. Η χωρητικότητα του θεάτρου ανέρχεται περίπου σε 12.000 θεατές. Το επίμηκες σκηνικό οικοδόμημα που εφαπτόταν στην ορχήστρα κλείνοντας απ’ άκρου σε άκρο το άνοιγμα του κοίλου προς βορρά, αναπτυσσόταν σε δύο
μέρη: εμπρός βρισκόταν το υπερυψωμένο προσκήνιο με πρόσοψη ιωνικού ρυθμού και άκρα που εξείχαν προς την ορχήστρα, ενώ πίσω ορθωνόταν το διώροφο κτίριο της σκηνής. Η όψη του δεύτερου ορόφου αρθρωνόταν σε μεγάλα
ανοίγματα για την υποδοχή ζωγραφιστών πινάκων (σκηνικών). Δύο ράμπες οδηγούσαν εκατέρωθεν στο επίπεδο του προσκηνίου. Πυλώνες ιωνικού ρυθμού, με δύο θύρες συνέδεαν αρχιτεκτονικά την σκηνή με τα αναλήμματα του
κοίλου. Η άριστη ακουστική του θεάτρου της Επιδαύρου οφείλεται στην τέλεια γεωμετρία του σχεδιασμού. Ο Παυσανίας επισκέφθηκε το Θέατρο της Επιδαύρου γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.,δηλαδή τουλάχιστον τέσσερις
αιώνες μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης κατασκευαστικής του φάσης, και εκφράζει απεριόριστο θαυμασμό για την ομορφιά και την αρμονία του.
Ως αρχιτέκτονα του διάσημου θεάτρου αναφέρει τον Πολύκλειτο, στον οποίο πιστώνει και την κυκλική Θυμέλη(Θόλο). Παραμένει αδιευκρίνιστο αν ο αρχαίος περιηγητής ταυτίζει τον αρχιτέκτονα των οικοδομημάτων με τον ομώνυμο, κορυφαίο Αργείο γλύπτη του 5ου αιώνα π.Χ.(που δεν συμπίπτει χρονικά με την κατασκευή του θεάτρου) και πάντως η αναφορά του παραμένει επιστημονικά ανεπιβεβαίωτη. Η σημερινή μορφήτου θεάτρου της Επιδαύρου είναι αποτέλεσμα διαδοχικών αναστηλωτικών επεμβάσεων (από τον ανασκαφέα Π. Καββαδία, τον Α. Ορλάνδο και, από το 1988, την Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου – σε εξέλιξη).
Σύντομο αρχαιολογικό χρονικό
Το θέατρο λειτούργησε επί αρκετούς αιώνες. Το 395 μ.Χ. Γότθοι που εισβάλλουν στην Πελοπόννησο προκαλούν σοβαρές καταστροφές στο Ασκληπιείο. Το 426 μ.Χ.ο Μέγας Θεοδόσιος απαγορεύει με διάταγμα τη λειτουργία των
Ασκληπιείων και το ιερό της Επιδαύρου κλείνει οριστικά ύστερα από σχεδόν 1.000 χρόνια λειτουργίας. Φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες επεμβάσεις ολοκληρώνουν την ερήμωση του χώρου. Το κοίλο του θεάτρου θάβεται σε
προσχώσεις μικρού βάθους και διασώζεται. Αντιθέτως, τα προεξέχοντα ερείπια της σκηνής λεηλατούνται συστηματικά καθ’ όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Το 1881 η Αρχαιολογική Εταιρεία ξεκινά συστηματική ανασκαφή. Παρ’ ότι το σκηνικό οικοδόμημα είναι αφανισμένο, το κοίλο αποκαλύπτεται σε
καλή κατάσταση με μόνη φθορά τα γκρεμισμένα αναλήμματα. Σύντομα το θέατρο γίνεται διάσημοκαι ελκύει την προσοχή της κοινής γνώμης. Η επανεμφάνιση του καλοδιατηρημένου αργολικού θεάτρου, ονομαστού ήδη από την αρχαιότητα,
συσχετίζεται στενά με το θέμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος. Το πιεστικό αίτημα για πολιτιστική και οικονομική αξιοποίηση (δηλαδή χρήση) των αρχαίων θεάτρων ωθεί σε βιαστικές, λανθασμένες επεμβάσεις αποκατάστασης του κοίλου.
Το 1907 αναστηλώνεται η δυτική πάροδος και ο παράπλευρος αναλημματικός τοίχος. Δεύτερη φάση επεμβάσεων ακολουθεί αμέσως μετά τον πόλεμο. Αυτή τη φορά στόχος είναι πρωτίστως να στερεωθεί το μνημείο ώστε να καταστεί ασφαλές και κατάλληλο για φιλοξενία θερινών παραστάσεων αρχαίου δράματος στο πλαίσιο του
Φεστιβάλ Επιδαύρου. Πρόκειται για εκτεταμένες αποκαταστάσεις που γίνονται από την τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεων του Υπουργείου Παιδείας υπό την εποπτεία του Αναστασίου Ορλάνδου και διαρκούν σχεδόν μια δεκαετία (1954-1963). Αποκαθίστανται πλήρως αμφότερα τα αναλήμματα, ο ανατολικός πυλώνας εισόδου, στερεώνονται όλα τα εδώλια του κάτω διαζώματος και προγραμματίζεται ανακατασκευή μέρους του προσκηνίου που τελικά δεν υλοποιήθηκε. Το 1988, μετά από τρεις δεκαετίες έντονης και ανεξέλεγκτης χρήσης του θεάτρου καθίσταται αναγκαία μια τρίτη φάση
αναστηλωτικών εργασιών που ξεκινά και συνεχίζεται μέχρι σήμερα από την Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου (ΕΣΜΕ) του ΥΠ.ΠΟ. Πρόκειται κυρίως για επεμβάσεις στις οποίες εφαρμόζονται για πρώτη φορά αυστηρά επιστημονικές μέθοδοι. Γίνονται εκτεταμένες συντηρήσεις, συγκολλήσεις, ανατάξεις και συμπληρώσεις εδωλίων,
περιορίζεται η πρόσβαση στα ευπαθή σημεία του μνημείου, προστατεύονται τα ερείπια του κτιρίου της σκηνής, αποκαθίσταται η αρχαία αποχέτευση του κοίλου, αποσυναρμολογείται, συντηρείται και ξαναστήνεται ο δυτικός πυλών. Το 1988, το θέατρο εντάσσεται μαζί με ολόκληρο το Ασκληπιείο στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Θέατρο Επιδαύρου και Φεστιβάλ
Με το ξεκίνημα του μεσοπολέμου το θέμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος εισέρχεται βαθμιαία σε τροχιά υλοποίησης: ιδρύεται ο θίασος Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου(1924), το ζεύγους Σικελιανού διοργανώνει τις Δελφικές εορτές ενώπιον διεθνούς κοινού (1927, 1930), ιδρύεται το Εθνικό Θέατρο(1932) και συστηματοποιείται η έρευνα για την σκηνική ερμηνεία των αρχαίων θεατρικών έργων. Το 1936 η Κυβέρνηση Μεταξάκαθιερώνει ετήσιες «περιόδους εορτών»με παρουσιάσεις αρχαίων δραμάτων σε υπαίθρια θέατρα. Κορυφαίοι δημιουργοί του θεάτρου και της μουσικής επισκέπτονται το θέατρο της Επιδαύρου και διοργανώνουν μεμονωμένες μουσικές και θεατρικές παραστάσεις στο φως της ημέρας.